καρίνα — η (λ. λατ.), η τρόπιδα των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… … Dictionary of Greek
ακαρίνωτος — η, ο [καρίνα] 1. αυτός που δεν έχει καρίνα (για καΐκι) 2. ο αστάχωτος, αβιβλιοδέτητος (για βιβλίο) … Dictionary of Greek
εϋστείρη — ἐϋστείρη, ἡ (Α) (για πλοίο) με ωραία καρίνα («ἐϋστείρης... νηός», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στείρα «καρίνα»] … Dictionary of Greek
εύτροπις — εὔτροπις, ἡ (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή τρόπιδα, καλή καρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρόπις, ιδος «καρίνα»] … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
ντράγκον — Λέμβος μονότυπος για ιστιοπλοϊκούς αγώνες, διεθνούς και ολυμπιακής κλάσης· είναι σκάφος σφαιροειδές, ξύλινο με την καρίνα σε καρφωτή παρέκταση. Χαρακτηριστικά του ν. είναι: μήκος, εκτός επιφανείας, 8,90 μ.· πλάτος 1,97 μ.· βάρος, με πλήρη… … Dictionary of Greek
τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] … Dictionary of Greek
υποτρόπιο — το / ὑποτρόπιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υποτρόπιο πρόσθετη ξύλινη ή μεταλλική τρόπιδα, προσαρμοσμένη στην τρόπιδα τού πλοίου, κν. κόντρα καρίνα αρχ. αυτός που βρίσκεται κάτω από την τρόπιδα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής»… … Dictionary of Greek